- προβῶ
- προβαίνωstep forwardaor subj act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προβαίνω — προβαίνω, (προέβη προέβησαν), (να προβώ) βλ. πίν. 145 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής